- ορώ
- -άω (ΑΜ ὁρῶ, -άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι)1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾱ», Μέν.)2. (το παθ.) ορώμαιείμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαιαρχ.1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου2. αντιλαμβάνομαι τα αντικείμενα με τους οφθαλμούς («ἀλλ' οὔπω τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν ὄπωπα», Ομ. Ιλ.)3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾱτε καὶ εἰς ἔπη αἱμύλου ἀνδρός», Σόλ.)4. προβλέπω, προνοώ («ὁ θεὸς ὄψεται ἑαυτῷ πρόβατον εἰς ὁλοκάρπωσιν», ΠΔ)5. αποβλέπω σε κάποιον με την ελπίδα βοήθειας («Φορμίωνα δὲ ἑώρακεν καὶ τούτῳ γέγον' οἰκεῑος», Δημοσθ.)6. σκοπεύω να κάνω κάτι («ὡς στρατὸς πρὸς πλοῡν ὁρᾷ», Ευρ.)7. βλέπω οράματα, οραματίζομαι8. διακρίνω, γνωρίζω («φωνῇ γὰρ ὁρῶ τὸ φατιζόμενον», Σοφ.)9. συναντώ10. (το β' εν. και πληθ. βρίσκονται πολλές φορές παρενθετικά) ὁρᾱς; ὁρᾱτε;κατάλαβες; καταλάβατε;11. φρ. α) «ἀμβλύτερον ὁρῶ» — έχω μειωμένη όρασηβ) «πάνθ' ὁρῶντα λέγω» — όλα όσα λέω είναι ορθάγ) «ἐν ὀφθαλμοῑς ὁρῶ» — βλέπω κάποιον κατάματαδ) «ὅρα μή...» — πρόσεχε μήπως...ε) «ὁρῶ ἔς τινα» — ανήκω στη μερίδα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὁρῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer- / *wor- «παρατηρώ, προσέχω, φυλάσσω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. wara «προσοχή» (που θα αντιστοιχούσε με αμάρτυρο *Fορά, πρβλ. φρουρά), γοτθ. war(s) «σώφρων, συνετός», λατ. vereor «σέβομαι, αισχύνομαι», λεττον. veru «κοιτάζω, παρατηρώ». Την ύπαρξη F στο θ. τού ορώ επιβεβαιώνει ο παρατατικός ἑώρων (< *ηFορ-ων με αντιμεταχώρηση, πρβλ. ἑάλων) ο οποίος έχει σχηματιστεί με μακρά αύξηση η-, που στη Ελληνική εμφανίζεται μόνο σε ρήματα με αρκτικό F. Σχετικά, ωστόσο, με την ύπαρξη F στο ὁρῶ, προβλήματα γεννά ο αρχαϊκός ενεστ. ὄρομαι «επιβλέπω, επιτηρώ» και η μτχ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή oromeno, όπου χαρακτηριστική είναι η απουσία F. Δυσερμήνευτη, εξάλλου, παραμένει και η δασύτητα τού όρώ (η οποία θα οδηγούσε σε ρίζα *sor- ή *swor-, πρβλ. λατ. servo), που άλλοτε εμφανίζεται (πρβλ. έφ-ορος, φρουρός) και άλλοτε όχι (πρβλ. ὄρομαι, οὖρος, οικ-ουρός). Η μαρτυρία στην αιολ. διάλ. αθέματου ενεστωτικού τύπου ὄρημι οδήγησε στην υπόθεση ότι η αρχική μορφή τού θέματος είναι ορη-, από όπου έχει σχηματιστεί το ὁράω, κατά τον τύπο τών δράω, ποτάομαι κ.λπ. Ο ενεστωτικός τ. ὁρόω αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τού γνωστού φαινομένου τής «διεκτάσεως». Ο τ. ὁρέω, εξάλλου, εναλλάσσεται φωνητικά στην ιων. και δωρ. διάλεκτο με τον ὁράω (πρβλ. φοιτάω: φοιτέω, τιμάω: τιμέω). Ο παρακμ. έόρακα έχει σχηματιστεί από *FεFόρακα, με διπλασιασμό, ενώ η μορφή ἑώρακα είναι υστερογενής, σχηματισμένη κατά τον υπερσ. ἑωράκειν. Νεώτερος σχηματισμός είναι και ο τ. ὁρώρηκα με αττικό διπλασιασμό. Η δομή τού ρήματος ὁρῶ εν σχέσει προς τον σχηματισμό τών αρχικών του χρόνων παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία θεμάτων: α) ο ενεστ. ὁρῶ ανάγεται σε θ. ορα-, δηλωτικό διαρκούς ενέργειας με σημ. «έχω την όραση μου, καρφώνω τα μάτια μου» και αναφέρεται στο υποκείμενο τής ενέργειας και όχι στο αντικείμενο ή στην έννοια τής κατανόησης τού θεάματος. Από το θ. τού ενεστ. έχουν σχηματιστεί ο παρατατικός ἑώρων και οι παρακμ. και υπερσ. ἑόρακα, ἑωράκεινβ) οι παρακμ. και υπερσ. ὄπωπα, ὀπώπειν ανάγονται σε θ. οπ- δηλωτικό συντελικής ενέργειας, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο αντικείμενο τής ενέργειας, στη θέα, στο τί βλέπει κανείς (βλ. λ. όπωπα). Από το θ. οπ- έχουν σχηματιστεί και οι μέλλ. ὄψομαι, παθ. μέλλ. και αόρ. ὀφθήσομαι, ὤφθην και παθ. παρακμ. ὦμμαι (πρβλ. και όψις, όμμα, οφθαλμός)γ) ο αόρ. β', τέλος, τού ρήματος εἶδον (< *ε-Fιδ-ον) ανάγεται σε θ. ιδ- (< *weid- «βλέπω» αλλά και «γνωρίζω, ξέρω», πρβλ. οίδα, είδος), δηλωτικό επίσης συντελικής ενέργειας που αναφέρεται στην έννοια τής αντίληψης και κατανόησης τού θεάματος (ποικιλία ριζών στα διάφορα ρηματικά θέματα, εκτός τού ορώ, παρατηρείται και στα ρ. λέγω* και φέρω*). Το ρ. ορώ με σημ. «βλέπω, στρέφω την προσοχή μου σε κάτι» χρησιμοποιήθηκε στο παράγωγο οὖρος (Ι) «φύλακας, προστάτης», στο ρ. ὄρομαι «επιβλέπω, επιτηρώ» (πρβλ. ερύω [II] «προστατεύω, φροντίζω» και ώρα [II] «μέριμνα, φροντίδα»)και στα σύνθ. σε -ορος / -ωρος / -ουρος με σημ. «επιμελούμαι, φροντίζω, έχω τον νου μου, επαγρυπνώ, επιβλέπω, επιτηρώ» (πρβλ. τη σημ. τής ρίζας *wer-). To παράγωγο οὖρος (Ι) ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο *FόρFος (με σίγηση τού δεύτερου F και αντέκταση). Η παρουσία αρκτικού F στο οὖρος μπορεί ίσως να επιβεβαιωθεί από τη διατήρηση τής χασμωδίας στο σύνθ. ἐπίουρος (πρβλ. *κακο-Fεργός > κακοεργός, *φερέ-Fοικος > φερέοικος). Προβλήματα, τέλος, παρουσιάζουν οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το όρώ ως β' συνθετικό: α) -ορος (πιθ. < *ὅρος) στα σύνθ. έφ-ορος και φρουρός* (πρβλ. και οἰχῶρος - οἰκουρός). Τα σύνθ. σε -ορος εμφανίζουν τη δασύτητα τού ὁρῶ και ανάγονται στη μορφή *sor- τής ρίζαςβ) -ωρος με «έκταση εν συνθέσει» χωρίς δασύτητα (πρβλ. θε-ωρός*, θυρ-ωρός, νε-ωρός*, πυλ-ωρός, σκευ-ωρός, σκοπι-ωρός, τιμ-ωρός, υλ-ωρός). Η μορφή -ωρος είναι η αρχαιότερη και εμφανίζεται αρχικά σε σύνθ. με α΄ συνθετικό σε -ᾱ/-η. Στη συνέχεια όμως επεκτάθηκε και σε σύνθ. με α' συνθετικό σε -υς, -ος, -ις (πρβλ. αρκυωρός, θυ-ωρός, οιν-ωρός, στασι-ωρός, φρυκτ-ωρός). Η επίδοση τής μορφής -ωρος ευνοήθηκε πιθ. και από την επίδραση στο σύστημα, μορφολογική και σημασιολογική, τού προσηγορικού ώρα* (ΙΙ) «μέριμνα, φροντίδα»γ) -ουρος (πρβλ. κηπ-ουρός, οικ-ουρός, οδ-ουρός, τεμεν-ουρός, Αρκτ-ούρος, Νυκτ-ούρος) η οποία είτε ανάγεται σε *worwo- (πρβλ. οὖρος «προστάτης, φύλακας»)είτε εξηγείται ως προϊόν κράσης από α' συνθετικά σε -ος και β' συνθετικό -ορος (κηπουρός < *κηπο-ορός).ΠΑΡ. όραμα, όραση(-ις), ορατόςαρχ.ορατήρ, ορατής.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ενορώ, εφορώ, καθορώ, παρορώ, προορώαρχ.αφορώ, διορώ, εισορώ, εξορώ, περιορώ, προσορώ, συνορώ, υπερορώ, υφορώ].
Dictionary of Greek. 2013.